- λείβομαι
- см. λείπομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λείβομαι — βλ. λείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λείπω] … Dictionary of Greek
λείβομαι — λείβω pour pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
διαλείβομαι — (Α) διαχύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λείβομαι τού λείβω «χύνω»] … Dictionary of Greek
περιλείβομαι — Α (ποιητ. τ.) χύνομαι, ρέω από όλες τις μεριές, περιχύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείβομαι «χύνομαι, ρέω»] … Dictionary of Greek